Με πέταξαν στα παγωμένα σεντόνια κίτρινου νοσοκομείου.
Ώρες μετά, ενώ η ψυχή μου χόρευε κάτω από τα κλειστά βλέφαρα
τα γυάλινα χέρια αποτρελαμένου γιατρού
ξήλωσαν βίαια τις πηγές του πόνου.
Αναπνέω.
Αναπνέω τον επιθανάτιο ρόγχο του απέναντι κρεβατιού.
Αναπνέω πάνω στις ματωμένες γάζες αποσυνδεμένων φλεβών.
Αναπνέω τον φόβο κάτω από το πέπλο των καρκινικών κυττάρων.
Γαντζώνω το μυαλό μου στα σωληνάκια των ορών
και τρέχω μέσα μου βαθιά
εκεί που τρέφονταν οι στιγμές σε ηδονών λιβάδια.
Στα σεντόνια τα αγιασμένα ιδρώτα
τα νοτισμένα με υγρασία της πρωινής σου άνοιξης.
Στα χέρια εκείνα που πυρώθηκαν χαϊδεύοντας ξέπλεκα μαλλιά
και ξαναμμένες ήβες
στα χέρια που πάλευαν τη θέρμη να αποσπάσουν
από γυμνωμένα στήθη.
Και στα αρώματα που σε κοφίνι τρύγου μάζευα ανάσα ανάσα
για να τα κλείσω σε σκαλιστά μπουκάλια μεθυσμένων ερώτων.
Αναπνέω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου